βλέπω

βλέπω
βλέπω
1 look ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν ἀμφ ἕκαστον ὅσα νέομαι (v. ἁρμονία) P. 8.68 met., c. acc. look at, heed, τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν (Π.: om. codd.) I. 8.13 c. acc. cogn.,

φθονερὰ δ' ἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει N. 4.39

]βλεπε[ P. Oxy. 2442 fr. 37.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βλέπω — see pres subj act 1st sg βλέπω see pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέπω — βλέπω, είδα βλ. πίν. 110 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …   Dictionary of Greek

  • βλέπω — είδα (να δω, δες και ιδές), ειδώθηκα, ιδωμένος 1. παρατηρώ, κοιτάζω: Βλέπω ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση. 2. μτφ., αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω: Τώρα βλέπω πόσο δίκιο είχε. 3. προσέχω, φυλάγω: Να βλέπεις το παιδί,ώσπου να γυρίσουμε. 4. είμαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλέπω — βλέπω* …   Dictionary of Greek

  • βλέπον — βλέπω see pres part act masc voc sg βλέπω see pres part act neut nom/voc/acc sg βλέπω see imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) βλέπω see imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέπετε — βλέπω see pres imperat act 2nd pl βλέπω see pres ind act 2nd pl βλέπω see imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέπῃ — βλέπω see pres subj mp 2nd sg βλέπω see pres ind mp 2nd sg βλέπω see pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέψαι — βλέπω see aor imperat mid 2nd sg βλέπω see aor inf act βλέψαῑ , βλέπω see aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέψῃ — βλέπω see aor subj mid 2nd sg βλέπω see aor subj act 3rd sg βλέπω see fut ind mid 2nd sg βλέψηι , βλέψις act of sight fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγγελοβλέπω — βλέπω τον άγγελο τού θανάτου κατά τις τελευταίες στιγμές τής ζωής μου, ψυχορραγώ, πνέω τα λοίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + βλέπω. ΠΑΡ. αγγελοβλεπούσα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”